- ξεκούτιασμα
- το [ξεκουτιάζω]ξεμώραμα, αποβλάκωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκούτιασμα. το — ξεκούτιασμα, το ατος, αποβλάκωση, μωρία, βλακεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek
παραγήραμα — τὸ, Α [παραγηρώ] 1. πολύ βαθιά γεράματα, πέρα από το συνηθισμένο 2. παραλήρημα, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek